λυγοτευχής: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />travaillé avec de l'osier.<br />'''Étymologie:''' [[λύγος]], [[τεύχω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[travaillé avec de l'osier]].<br />'''Étymologie:''' [[λύγος]], [[τεύχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l'osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
German (Pape)
ές, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten, κύρτος, Crinag. 27 (IX.562).
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.