συνθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=échauffer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]].
|btext=[[échauffer ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάλπω Medium diacritics: συνθάλπω Low diacritics: συνθάλπω Capitals: ΣΥΝΘΑΛΠΩ
Transliteration A: synthálpō Transliteration B: synthalpō Transliteration C: synthalpo Beta Code: sunqa/lpw

English (LSJ)

A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15. 2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.

French (Bailly abrégé)

échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.

German (Pape)

mit, zugleich wärmen, Plut. Sol. an. 20; übertragen sagt Aesch. Prom. 688 μηδέ μ' οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν, schmeichle mir nicht durch falsche Reden.

Russian (Dvoretsky)

συνθάλπω:
1 вместе согревать (τὸ σῶμα Plut.);
2 перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.).

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].

Greek Monotonic

συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπωκαταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.

Middle Liddell

fut. ψω
to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.