ἀνορεξία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anoreksia
|Transliteration C=anoreksia
|Beta Code=a)noreci/a
|Beta Code=a)noreci/a
|Definition=ἡ, [[want of desire]] or [[appetite]], <span class="bibl">Ti.Locr.102e</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.3</span>.
|Definition=ἡ, [[want of desire]] or [[appetite]], Ti.Locr.102e, Aret.''CA''2.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορεξία Medium diacritics: ἀνορεξία Low diacritics: ανορεξία Capitals: ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Transliteration A: anorexía Transliteration B: anorexia Transliteration C: anoreksia Beta Code: a)noreci/a

English (LSJ)

ἡ, want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

German (Pape)

ἡ, Mangel an Eßlust, Hippocr.; überhaupt Freiheit von Begierde, Tim.Locr. 102e.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορεξία:отсутствие влечений Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.