ὠκυδίνητος: Difference between revisions
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), [[πρβλ]]. | |mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), [[πρβλ]]. [[πολυδίνητος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:00, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον, quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.
German (Pape)
schnell umkreisend, sich schnell drehend, ἅμιλλαι Pind. I. 4.7.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυδίνητος].
Greek Monotonic
ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.