Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "n’a" to "n'a")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), [[πρβλ]]. <i>μακρό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), [[πρβλ]]. [[μακρόκωπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

ον, with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n'a qu'une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρόκωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.