διαστίζω: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαστίζω]]) [[στίζω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[λέξη]] ή [[φράση]] με τα [[σημεία]] στίξεως<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με στίγματα [[κάτι]] ή κάποιον, [[διακοσμώ]] με στίγματα<br /><b>μσν.</b><br />[[στιγματίζω]], [[καυτηριάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διακρίνω]], [[διαστέλλω]], [[χωρίζω]]. | |mltxt=(AM [[διαστίζω]]) [[στίζω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[λέξη]] ή [[φράση]] με τα [[σημεία]] στίξεως<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με στίγματα [[κάτι]] ή κάποιον, [[διακοσμώ]] με στίγματα<br /><b>μσν.</b><br />[[στιγματίζω]], [[καυτηριάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διακρίνω]], [[διαστέλλω]], [[χωρίζω]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[punctuate]]=== | |||
Catalan: puntuar; French: [[ponctuer]]; German: [[interpunktieren]]; Ido: puntuar; Italian: [[interpungere]]; Portuguese: [[pontuar]]; Spanish: [[puntuar]]; Swedish: interpunktera | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 6 December 2022
English (LSJ)
A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c.
2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130.
3 brand, Just.Nov.115.4.
Spanish (DGE)
I tr.
1 salpicar, manchar de puntos (βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.in Ph.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
•en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.in Ph.704.15, cf. 17
•métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.
French (Bailly abrégé)
ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στίζω interpungeren, leestekens aanbrengen.
Russian (Dvoretsky)
διαστίζω: расставлять знаки препинания, снабжать интерпункцией (τὰ Ἡρακλείτου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζω ἢ διακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.
Greek Monolingual
(AM διαστίζω) στίζω
1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως
2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα
μσν.
στιγματίζω, καυτηριάζω
αρχ.-μσν.
διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω.
Translations
punctuate
Catalan: puntuar; French: ponctuer; German: interpunktieren; Ido: puntuar; Italian: interpungere; Portuguese: pontuar; Spanish: puntuar; Swedish: interpunktera