πολυπλάνητος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυπλάνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πολυπλανεμένος]], αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χτυπήματα) [[εκείνος]] που δίνεται [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' [[ἄδην]] [[ἰδεῖν]] ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυπλάνητον</i><br />η [[αστάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλανητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ποντο</i>-<i>πλάνητος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυπλάνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πολυπλανεμένος]], αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χτυπήματα) [[εκείνος]] που δίνεται [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' [[ἄδην]] [[ἰδεῖν]] ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυπλάνητον</i><br />η [[αστάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλανητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ποντοπλάνητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:18, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλάνητος Medium diacritics: πολυπλάνητος Low diacritics: πολυπλάνητος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polyplánētos Transliteration B: polyplanētos Transliteration C: polyplanitos Beta Code: polupla/nhtos

English (LSJ)

ον, = πολυπλανής (roaming far, roaming long, straying, devious, wandering in all directions, much-erring, leading much astray), γένος, of the Dorians, Hdt. 1.56 ; αἰὼν π. αἰεί E. Hipp. 1110 (lyr.) ; π. πόνος the pains of wandering, Id. Hel. 1319 (lyr.). of blows, falling in every direction, A. Ch. 425 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui tombe de tous côtés en parl. de coups.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπλάνητος -ον [πολύς, πλανάομαι] ver zwervend, lang zwervend:; πολυπλάνητον ( sc. ἔθνος ) een volksstam die veel gezworven heeft Hdt. 1.56.2; πολυπλάνητον... πόνον de inspanning van haar vele omzwervingen Eur. Hel. 1319; overdr.. ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί voor de mensen is het leven altijd vol wisselvalligheid Eur. Hipp. 1110.

Russian (Dvoretsky)

πολυπλάνητος: ион. πουλυπλάνητος 2 (ᾰ)
1 долго странствовавший (τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.): πολυπλάνητοι πόνοι Eur. мучительные скитания;
2 подверженный постоянным изменениям, полный превратностей (αἰών Eur.);
3 направляемый то туда, то сюда: πολυπλάνητα τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. часто сыплющиеся удары.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυπλάνητος, -ον, ΝΜΑ
πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.)
2. (για χτυπήματα) εκείνος που δίνεται προς κάθε κατεύθυνση («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' ἄδην ἰδεῖν ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπλάνητον
η αστάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. ποντοπλάνητος].

Greek Monotonic

πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον,
I. = πολυπλανής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πολυπλάνητοι πόνοι, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ.
II. λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς πάσα κατεύθυνση, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον, = πολυπλανής, ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ ἀστάθεια, οἶδα τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876.

Middle Liddell

πολυ-πλᾰ́νητος, ον, = πολυπλανής
I. Hdt., Eur.; π. πόνοι the pains of wandering, Eur.
II. of blows, falling in every direction, Aesch.