καλαμηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalamifagos
|Transliteration C=kalamifagos
|Beta Code=kalamhfa/gos
|Beta Code=kalamhfa/gos
|Definition=[φᾰ], ον, [[devouring reeds]], i.e. [[cutting]] or [[trimming pens]], Χάλυψ <span class="title">AP</span>6.65.3 (Paul.Sil.).
|Definition=[φᾰ], ον, [[devouring reeds]], i.e. [[cutting]] or [[trimming pens]], Χάλυψ ''AP''6.65.3 (Paul.Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμηφάγος Medium diacritics: καλαμηφάγος Low diacritics: καλαμηφάγος Capitals: ΚΑΛΑΜΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kalamēphágos Transliteration B: kalamēphagos Transliteration C: kalamifagos Beta Code: kalamhfa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατοφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμηφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμηφάγος: (φᾰ) пожирающий колосья (χάλυψ Anth.).

Middle Liddell

κᾰ˘λᾰμη-φάγος, ον φαγεῖν
devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.