μορφάζω: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; [[ἄλλως]] τε καὶ εἰ μορφάζοις | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; [[ἄλλως]] τε καὶ εἰ μορφάζοις ὥσπερ ἡ αὐλητρὶς καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα, Xen. Conv. 6, 4; Sp., vgl. Poll. 4, 95, Ael. H. A. 1, 29. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 07:28, 29 December 2022
English (LSJ)
gesticulate, X.Smp.6.4; make grimaces, μωκᾶσθαι καὶ μορφάζειν Phld.Vit.p.38 J., cf. Ael.NA1.29.
German (Pape)
[Seite 208] gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; ἄλλως τε καὶ εἰ μορφάζοις ὥσπερ ἡ αὐλητρὶς καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα, Xen. Conv. 6, 4; Sp., vgl. Poll. 4, 95, Ael. H. A. 1, 29.
French (Bailly abrégé)
1 représenter, contrefaire, acc.;
2 abs. faire des mines, des grimaces, gesticuler.
Étymologie: μορφή.
Russian (Dvoretsky)
μορφάζω: делать разные телодвижения, жестикулировать (ὥσπερ ἡ αὐλητρίς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μορφάζω: ποιῶ μορφασμούς, Ξεν. Συμπ. 6. 4· «στραβομουτσουνιάζω», Αἰλ. π. Ζ. 1. 29.
Greek Monolingual
(ΑΜ μορφάζω) μορφή
κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς του προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω
μσν.
δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω
αρχ.
1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ
2. μιμούμαι.
Greek Monotonic
μορφάζω: (μορφή), χρησιμοποιώ μορφασμούς του προσώπου για να εκφράσω κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
μορφάζω, [μορφη]
to use gesticulations, Xen.