συνωθέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synotheo
|Transliteration C=synotheo
|Beta Code=sunwqe/w
|Beta Code=sunwqe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[force together]], [[compress forcibly]], τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>58b</span>; <b class="b3">τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν</b> ib.<span class="bibl">53a</span>; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>18.8</span>; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν <span class="bibl">Sor.2.59</span>; ἡ φύσις . . σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>59e</span>; [[συνωσθεῖσα]] ib.<span class="bibl">85e</span>; εἰς μικρόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>479b24</span>; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>2</span>, cf. <span class="bibl">53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[help to propel]], βολήν <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr., [[force one's way in]] or [[rush in]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>838b8</span>; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>171</span> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ὁρμῆσαι]]).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[force together]], [[compress forcibly]], τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.''Ti.''58b; <b class="b3">τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν</b> ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.''Oec.''18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις.. σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.''Ti.''59e; [[συνωσθεῖσα]] ib.85e; εἰς μικρόν Arist.''Resp.''479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον [[Theophrastus]] ''Vent.''2, cf. 53.<br><span class="bld">2</span> [[help to propel]], βολήν App.''Hann.''22.<br><span class="bld">II</span> intr., [[force one's way in]] or [[rush in]], Arist.''Mir.''838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.''Fr.''171 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ὁρμῆσαι]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωθέω Medium diacritics: συνωθέω Low diacritics: συνωθέω Capitals: ΣΥΝΩΘΕΩ
Transliteration A: synōthéō Transliteration B: synōtheō Transliteration C: synotheo Beta Code: sunwqe/w

English (LSJ)

A force together, compress forcibly, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.Ti.58b; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις.. σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti.59e; συνωσθεῖσα ib.85e; εἰς μικρόν Arist.Resp.479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Theophrastus Vent.2, cf. 53.
2 help to propel, βολήν App.Hann.22.
II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir.838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr.171 (nisi leg. ὁρμῆσαι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συνωθήσω ou συνώσω, ao. συνέωσα, etc.
pousser ou presser ensemble, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: σύν, ὠθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ωθέω samendrukken, samenpersen; met εἰς + acc., met πρός + acc. in of op een plaats:. ἐς τὸ πῦρ in het vuur Luc. 55.26; τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα συνωθεῖν de kleine dingen samenpersen in de lege tussenruimtes tussen de grote dingen Plat. Tim. 58b.

German (Pape)

(ὠθέω), mit, zugleich, zusammenstoßen, -drängen; πάλιν εἰς ταὐτόν, Plat. Tim. 53a, und öfter in diesem Gespräch; ξυνέωσται, 59e; ξυνωσθεῖσα, 60e; ξυνέωσαν ἄελλαι ἡμέας, Ap.Rh. 4.1251; συνωθοῖντο πρὸς τὸν ποταμόν, Pol. 3.74.2.

Russian (Dvoretsky)

συνωθέω: (fut. συνωθήσω и συνώσω, aor. συνέωσα)
1 сталкивать вместе, скучивать, сгонять, загонять, оттеснять (εἴς τι Xen., Plat., Arst.; πρὸς τὸν ποταμόν Polyb.);
2 прокладывать себе путь, врываться Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ ὁμοῦ, στρυμώνω, σπρώχνω ὁμοῦ, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν αὐτόθι 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα αὐτόθι 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας διέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.

Greek Monotonic

συνωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω μαζί, στριμώχνω ασκώντας πίεση, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -ωθήσω fut. -ώσω
to force together, compress forcibly, Xen.