ἐπιρρακτός: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epirraktos | |Transliteration C=epirraktos | ||
|Beta Code=e)pirrakto/s | |Beta Code=e)pirrakto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιρρακτή, ἐπιρρακτόν, [[dashed on]] or [[down]], <b class="b3">θύρα ἐπιρρακτή</b> [[trap]]-door, Plu.2.781e; [[ποτόν]] [[forced down]] the throat, ib.699d. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιρρακτή, ἐπιρρακτόν, dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ θύρα PLUT herse d'une porte.
Étymologie: adj. verb. de ἐπιρράσσω.
German (Pape)
mit Gewalt darauf geschmettert, eindringend, Sp., wie Plut. Sympos. 7.1; θύρα ἐπιρρακτή, Falltür, ad princ. inerud. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρακτός: [adj. verb. к ἐπιρράσσω опускной (θύρα ἐπιρρακτή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.
Greek Monolingual
ἐπιρρακτός, -ή, -όν (Α) επιρρήγνυμι
1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου
2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή
3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.