ἀκρότομος: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akrotomos | |Transliteration C=akrotomos | ||
|Beta Code=a)kro/tomos | |Beta Code=a)kro/tomos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκρότομον, ([[τέμνω]]) [[cut off sharp]], [[abrupt]], of [[precipice]], Plb.9.27.4, Ph.1.82; ἡ [[ἀκρότομος]] (''[[sc.]]'' [[πέτρα]]) [[LXX]] ''Ps.'' 113 (114).8, cf.''Jb.''28.9, ''De.''8.15: of a [[stone]], [[sharp]], Thd.''Ex.''4.25; [[smooth]], J.''AJ''8.3.2; of [[end]]s [[sawn off]], τὰ τῶν σφηνῶν ἀκρότομα Ph.''Bel.'' 67.23. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκρότομον, (τέμνω) cut off sharp, abrupt, of precipice, Plb.9.27.4, Ph.1.82; ἡ ἀκρότομος (sc. πέτρα) LXX Ps. 113 (114).8, cf.Jb.28.9, De.8.15: of a stone, sharp, Thd.Ex.4.25; smooth, J.AJ8.3.2; of ends sawn off, τὰ τῶν σφηνῶν ἀκρότομα Ph.Bel. 67.23.
Spanish (DGE)
-ον
1 abrupto, empinado, escarpado πέτρα Pi.Fr.215b.10 (dud.), Plb.9.27.4, LXX Sap.11.4, ὄρος LXX Ib.40.20.
2 afilado πέτρα Thd.Ex.4.25
•subst. τὰ ἀκρότομα = puntas de una cuña, Ph.Bel.67.23.
3 pulimentado πέτρα LXX 3Re.6.7, λίθος I.AI 8.69
•fig. de la sabiduría divina dura, inexorable ἀκρότομος πέτρα ἡ σοφία τοῦ θεοῦ Ph.1.82.
German (Pape)
[Seite 85] oben-, scharf abgeschnitten, λίθοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 coupé ou taillé à son extrémité;
2 abrupt escarpé (roc, précipice, etc.) ; poli, lisse, uni en parl. de rocs, marbres, etc. fendus à pic ; très dur.
Étymologie: ἄκρος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρότομος: круто срезанный, обрывистый (πέτρα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρότομος: -ον, (τέμνω) = ὁ ὀξέως ἀποτετμημένος, προσάντης, ἀπότομος, ἐπὶ κρημνοῦ, Πολύβ. 9. 27, 4, Φίλων 1. 82· ἡ ἀκρ., (ἐνν. πέτρα), Ἑβδ. (Ψαλμ. ριγ΄, 8· πρβλ. Ἰὼβ κη΄, 9, Δευτερ. 8. 15): ἐπὶ λίθου, ὀξύς, Θεόδοτ. Ἔξοδ. 4. 25.
English (Slater)
ἀκρότομος ? abrupt ἀκρο]τόμοι[ς πέ] τραισι[ (supp. Snell: ]ιομοι Lobel.) fr. 215b. 10.
Greek Monolingual
ἀκρότομος, -ον (AM)
αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τομος < τέμνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία].
Greek Monotonic
ἀκρότομος: -ον (τέμνω), αυτός που έχει κοπεί, αποσπαστεί διαπεραστικά, απότομος, κρημνώδης, σε Πολύβ.