ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpinizomai
|Transliteration C=ekpinizomai
|Beta Code=e)kphni/zomai
|Beta Code=e)kphni/zomai
|Definition=fut. <b class="b3">-ιοῦμαι</b>, [[spin a long thread]], [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>947b2</span>: metaph., of an advocate, <b class="b3">αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα</b> [[will wind]] these things [[out of]] him, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 578</span>.
|Definition=fut. -ιοῦμαι, [[spin a long thread]], [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.''Pr.''947b2: metaph., of an advocate, <b class="b3">αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα</b> [[will wind]] these things [[out of]] him, Ar.''Ra.'' 578.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηνίζομαι Medium diacritics: ἐκπηνίζομαι Low diacritics: εκπηνίζομαι Capitals: ΕΚΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpēnízomai Transliteration B: ekpēnizomai Transliteration C: ekpinizomai Beta Code: e)kphni/zomai

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι, spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2: metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

Spanish (DGE)

devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπηνίζομαι:
1 разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);
2 перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

Greek Monolingual

ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
to spin out:—metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.