δίβολος: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=divolos | |Transliteration C=divolos | ||
|Beta Code=di/bolos | |Beta Code=di/bolos | ||
|Definition= | |Definition=δίβολον, ([[βάλλω]])<br><span class="bld">A</span> [[twice-thrown]], <b class="b3">δ. χλαῖνα</b> a garment [[doubled and thrown over]] the shoulders, Poll.7.47, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[two-pointed]], ἄκων E.''Rh.''374 (lyr.); περόνα ''AP''6.282 (Theod.); [[in two pieces]], ξύλον ''SIG''2587.307: generally, [[redoubled]], v. [[διόβολος]].<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">δίβολον· φᾶρος διπλοῦν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
δίβολον, (βάλλω)
A twice-thrown, δ. χλαῖνα a garment doubled and thrown over the shoulders, Poll.7.47, Hsch.
II two-pointed, ἄκων E.Rh.374 (lyr.); περόνα AP6.282 (Theod.); in two pieces, ξύλον SIG2587.307: generally, redoubled, v. διόβολος.
III δίβολον· φᾶρος διπλοῦν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble punta, ἄκων E.Rh.374, ξύλα op. μονόβολα IG 22.1672.307 (IV a.C.), ἄγκυρα ξυλίνη ID 1412a.27, 1417A.1.163 (ambas II a.C.), περόνα AP 6.282 (Theodorus).
2 doble χλαῖναι Poll.7.47, Hsch.
•subst. neutr. manto doble Hsch.
German (Pape)
[Seite 614] 1) zweimal geworfen; χλαῖνα, ein weites, zweimal um den Leib reichendes Gewand, Poll. 7, 47; Hesych. – 2) zweispitzig; ἄκων Eur. Rhes. 351; περόνη Theodorid. 3 (VI, 282).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double pointe.
Étymologie: δίς, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
δίβολος: о двух остриях, обоюдоострый (ἄκων Eur.; περόνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δίβολος: -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. χλαῖνα, ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, Πολυδ. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· καθόλου, διπλοῦς.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε
2. διφορούμενος
αρχ.
1. διπλός
2. αυτός που έχει δύο αιχμές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον
κατά τον Ησύχιο «διπλοῦν φᾱρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βολος < βόλος < βάλλω].
Greek Monotonic
δίβολος: -ον (δίς, βάλλω), αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj
Meaning: double pointed of halbert or a cloth
Derivatives: διβολία helbert (Ar.), cloth (Plu.); δοβολέω harrow (pap.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG compares βάλλω.