εἰδοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eidopoios
|Transliteration C=eidopoios
|Beta Code=ei)dopoio/s
|Beta Code=ei)dopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[constituting a species]], [[specific]], διαφορά <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>143b7</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">EN</span>1174b5</span>, <span class="bibl">Plot.6.3.18</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>308</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[creating forms]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>157</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>310</span>: c. gen., [[creating a form]] or [[pattern]], <b class="b3">ἀριθμός… δικαιοσύνης εἰ</b>. <span class="title">Theol.Ar.</span>28, cf. 10.</span>
|Definition=εἰδοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[constituting a species]], [[specific]], διαφορά Arist.''Top.''143b7, cf.''EN''1174b5, Plot.6.3.18, Dam.''Pr.''308.<br><span class="bld">II</span> [[creating forms]], Procl.''Inst.''157, Dam.''Pr.''310: c. gen., [[creating a form]] or [[creating a pattern]], <b class="b3">ἀριθμός… δικαιοσύνης εἰδοποιός</b> ''Theol.Ar.''28, cf. 10.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ δημιουργικόν Procl.<i>Inst</i>.157, cf. Dam.<i>in Prm</i>.310, [[εἶδος]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.10, αἰτίαι Olymp.<i>in Mete</i>.275.35, [[δύναμις]] Zach.Mit.<i>Opif</i>.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.<i>LC</i> 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. <i>Theol.Ar</i>.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.<i>in Nic</i>.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.<i>DN</i> 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.<i>in Mete</i>.275.32, cf. 297.29.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye una especie]], [[específico]] [[διαφορά]] Arist.<i>Top</i>.143<sup>b</sup>7, <i>EN</i> 1174<sup>b</sup>5, Plot.6.3.18, Dam.<i>Pr</i>.308, Simp.<i>in Cat</i>.221.12, εἰ.· [[ἀναμορφωτής]] Hsch.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ δημιουργικόν Procl.<i>Inst</i>.157, cf. Dam.<i>in Prm</i>.310, [[εἶδος]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.10, αἰτίαι Olymp.<i>in Mete</i>.275.35, [[δύναμις]] Zach.Mit.<i>Opif</i>.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.<i>LC</i> 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. <i>Theol.Ar</i>.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.<i>in Nic</i>.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.<i>DN</i> 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.<i>in Mete</i>.275.32, cf. 297.29.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye una especie]], [[específico]] [[διαφορά]] Arist.<i>Top</i>.143<sup>b</sup>7, <i>EN</i> 1174<sup>b</sup>5, Plot.6.3.18, Dam.<i>Pr</i>.308, Simp.<i>in Cat</i>.221.12, εἰ.· [[ἀναμορφωτής]] Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιός Medium diacritics: εἰδοποιός Low diacritics: ειδοποιός Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: eidopoiós Transliteration B: eidopoios Transliteration C: eidopoios Beta Code: ei)dopoio/s

English (LSJ)

εἰδοποιόν,
A constituting a species, specific, διαφορά Arist.Top.143b7, cf.EN1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308.
II creating forms, Procl.Inst.157, Dam.Pr.310: c. gen., creating a form or creating a pattern, ἀριθμός… δικαιοσύνης εἰδοποιός Theol.Ar.28, cf. 10.

Spanish (DGE)

-όν
1 que da forma τὸ δημιουργικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.310, εἶδος Dion.Ar.DN 2.10, αἰτίαι Olymp.in Mete.275.35, δύναμις Zach.Mit.Opif.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.Quaest.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.LC 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.in Nic.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.DN 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.in Mete.275.32, cf. 297.29.
2 que constituye una especie, específico διαφορά Arist.Top.143b7, EN 1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308, Simp.in Cat.221.12, εἰ.· ἀναμορφωτής Hsch.

German (Pape)

[Seite 724] eine Species machend, specifisch, Arist. Nic. 10, 4, 2; διαφοραί, top. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui constitue une espèce spécifique.
Étymologie: εἶδος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰδοποιός: лог. видообразующий, специфический (διαφορά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιός: -όν, ἀποτελῶν εἶδος, χαρακτηριστικός, διαφοραὶ Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 2, Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

Greek Monolingual

-ό (Α εἰδοποιός, -όν)
1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή
2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» — το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος του ίδιου γένους
αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζει το είδος.

Greek Monotonic

εἰδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που σχηματίζει ένα είδος, χαρακτηριστικός, ειδικός, ιδιάζων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εἰδο-ποιός, όν ποιέω
forming a species, specific, Arist.