εὔλοφος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eylofos | |Transliteration C=eylofos | ||
|Beta Code=eu)/lofos | |Beta Code=eu)/lofos | ||
|Definition= | |Definition=εὔλοφον,<br><span class="bld">A</span> [[well-plumed]], κυνῆ [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 1286, cf.''Fr.''341; κράνος Hld. 7.5.<br><span class="bld">II</span> [[taking the yoke well]], [[strong]], [[patient]], opp. δύσλοφος, νῶτον Lyc.776; αὐχήν Dam. ''Isid.''89. Adv. [[εὐλόφως]], ὑποφέρειν τι Phld.''Mort.'' 35; φέρειν Dam.''Isid.''190, Eust.1653.6; ἀγωνίζεσθαι Anon. ap. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔλοφον,
A well-plumed, κυνῆ S.Aj. 1286, cf.Fr.341; κράνος Hld. 7.5.
II taking the yoke well, strong, patient, opp. δύσλοφος, νῶτον Lyc.776; αὐχήν Dam. Isid.89. Adv. εὐλόφως, ὑποφέρειν τι Phld.Mort. 35; φέρειν Dam.Isid.190, Eust.1653.6; ἀγωνίζεσθαι Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1079] 11 mit schönem Helmbusch, κυνῆ Soph. Ai. 1256; σφήκωμα frg. 314; κράνος Hel. 7, 5. – 2) mit gutem, geduldigem Nacken, gehorsam, νῶτος Lycophr. 776; εὐλόφως φέρειν, Soph.; mit starkem Nacken, αὐχήν, VLL.; so εὐλόφως ἀγωνίζεσθαι, Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une belle aigrette.
Étymologie: εὖ, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
εὔλοφος: украшенный красивым гребнем (κυνῆ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔλοφος: -ον, ἔχων ὡραῖον λόφον, κυνῆ Σοφ. Αἴ. 1286, πρβλ. σφήκωμα καὶ ἴδε Ἡλιόδ. 7. 5. ΙΙ. ὁ αἴρων τὸν ζυγόν καλῶς, ἰσχυρός, ὑπομονητικός, ἀντίθετ. τῷ δύσλοφος, αὐχὴν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· νῶτον Λυσ. 776. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔλοφος· ῥᾴδιος, εὐχερής·» ― Ἐπίρρ. εὐλόφως φέρειν Εὐστ. 1653. 6, πρβλ. εὔλογος ΙΙ· «εὐλόφως, γενναίως» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).
επίρρ...
εὐλόφως (ΑΜ)
1. υπομονετικά
2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).
Greek Monotonic
εὔλοφος: -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὔ-λοφος, ον
well-plumed, Soph.