μωμητός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μωμητός]], ή, όν [[μωμάομαι]]<br />to be blamed, Aesch. | |mdlsjtxt=[[μωμητός]], ή, όν [[μωμάομαι]]<br />to be blamed, Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[blameworthy]]=== | |||
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd | |||
}} | }} |
Revision as of 18:21, 28 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3. 2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.
German (Pape)
[Seite 225] tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μωμητός: вызывающий насмешки, т. е. достойный порицания Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.
Greek Monolingual
μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.
Greek Monotonic
μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μωμητός, ή, όν μωμάομαι
to be blamed, Aesch.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd