παντομισής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "μῑσος" to "μῖσος")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παντομῑσής:''' -ές (μῑσος), [[μισητός]] σε όλους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''παντομῑσής:''' -ές (μῖσος), [[μισητός]] σε όλους, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:02, 16 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντομῑσής Medium diacritics: παντομισής Low diacritics: παντομισής Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: pantomisḗs Transliteration B: pantomisēs Transliteration C: pantomisis Beta Code: pantomish/s

English (LSJ)

ές, all-hateful, A.Eu. 644.

German (Pape)

[Seite 464] ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
haï de tout le monde.
Étymologie: πᾶν, μισέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντομισής -ές [πᾶς, μῖσος] door iedereen gehaat.

Russian (Dvoretsky)

παντομῑσής: всененавистнейший, отвратительнейший (κνώδαλα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

παντομῑσής: -ές, ὅλως μισητός, μεμισημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 644. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
ο πολύ μισητός από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μισής (< μῖσος), πρβλ. πολυ-μισής].

Greek Monotonic

παντομῑσής: -ές (μῖσος), μισητός σε όλους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

παντομῑσής, ές μῖσος
all-hateful, Aesch.

English (Woodhouse)

loathsome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)