πολυκαρπία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykarpia | |Transliteration C=polykarpia | ||
|Beta Code=polukarpi/a | |Beta Code=polukarpi/a | ||
|Definition=ἡ, [[abundance of fruit]], IG12.76.45, | |Definition=ἡ, [[abundance of fruit]], IG12.76.45, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.14.3, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.8.1, ''Sammelb.''6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.''Ps.''64(65).10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] [[rijke oogst]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr. CP 4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Gegensatz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαρπία: ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Greek Monotonic
πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.
Middle Liddell
πολῠκαρπία, ἡ,
abundance of fruit, Xen. [from πολύκαρπος