πολύαρνος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά, [[πολλά]] πρόβατα, ο [[πλούσιος]] σε ποίμνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρήν]], [[ἀρνός]] «[[αρνί]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά, [[πολλά]] πρόβατα, ο [[πλούσιος]] σε ποίμνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρήν]], [[ἀρνός]] «[[αρνί]]»), [[πρβλ]]. [[εύαρνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:18, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 659] viele Lämmer oder Schaafe habend, ist auch nur angenommen zu dem Vorigen, wie πολυάρην.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en troupeaux.
Étymologie: πολύς, ἀρήν.
Russian (Dvoretsky)
πολύαρνος: (только dat. sing. πολύαρνι) богатый стадами (Θυέστης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύαρνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἀρνία ἢ πρόβατα, πλούσιος εἰς ποίμνια, ἑτερόκλ. δοτ. πολύαρνι Ἰλ. 2. 106· ἴδε πολύρρηνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά πρόβατα, ο πλούσιος σε ποίμνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρνος (< ἀρήν, ἀρνός «αρνί»), πρβλ. εύαρνος].
Greek Monotonic
πολύαρνος: -ον, αυτός που έχει πολλά αρνιά ή πρόβατα, πλούσιος σε κοπάδια, ετερόκλ. δοτ. πολύαρνι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πολύ-αρνος, ον,
with many lambs or sheep, rich in flocks, heterocl. dat. πολύαρνι, Il.