πολυάσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάσχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσχολος]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[άσχολος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάσχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσχολος]] ([[πρβλ]]. [[περιάσχολος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυάσχολος -ον &#91;[[πολύς]], [[ἄσχολος]]] [[zeer tijdrovend]]:. τὴν πολυάσχολον μαθηματικήν de wiskunde die jullie zoveel tijd heeft gekost [Luc.] 82.25.
|elnltext=πολυάσχολος -ον &#91;[[πολύς]], [[ἄσχολος]]] [[zeer tijdrovend]]:. τὴν πολυάσχολον μαθηματικήν de wiskunde die jullie zoveel tijd heeft gekost [Luc.] 82.25.
}}
}}

Revision as of 15:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάσχολος Medium diacritics: πολυάσχολος Low diacritics: πολυάσχολος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: polyáscholos Transliteration B: polyascholos Transliteration C: polyascholos Beta Code: polua/sxolos

English (LSJ)

ον, very busy, μαθηματική Ps.-Luc.Philopatr.25, cf. Cat.Cod.Astr.8(3).93.

German (Pape)

[Seite 660] viel od. sehr beschäftigt, μαθηματική, Luc. Philopatr. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé d'affaires.
Étymologie: πολύς, ἄσχολος.

Russian (Dvoretsky)

πολυάσχολος: требующий усиленных занятий, т. е. крайне трудный (μαθηματική Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάσχολος: -ον, πλήρης ἀσχολιῶν, τὴν πολυάσχολον μαθηματικὴν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρις 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάσχολος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές
2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄσχολος (πρβλ. περιάσχολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάσχολος -ον [πολύς, ἄσχολος] zeer tijdrovend:. τὴν πολυάσχολον μαθηματικήν de wiskunde die jullie zoveel tijd heeft gekost [Luc.] 82.25.