χοϊκός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choikos
|Transliteration C=choikos
|Beta Code=xoi+ko/s
|Beta Code=xoi+ko/s
|Definition=ή, όν, ([[χοῦς]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of earth]] or [[clay]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>15.47</span>; κόνις <span class="bibl">Ph. 2.673</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of the age to take part in the festival of]] [[χόες]], <span class="title">IG</span>3.1342.</span>
|Definition=χοϊκή, χοϊκόν, ([[χοῦς]] B)<br><span class="bld">A</span> [[of earth]] or [[clay]], ''1 Ep.Cor.''15.47; κόνις Ph. 2.673.<br><span class="bld">II</span> [[of the age to take part in the festival of]] [[χόες]], ''IG''3.1342.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοϊκός Medium diacritics: χοϊκός Low diacritics: χοϊκός Capitals: ΧΟΪΚΟΣ
Transliteration A: choïkós Transliteration B: choikos Transliteration C: choikos Beta Code: xoi+ko/s

English (LSJ)

χοϊκή, χοϊκόν, (χοῦς B)
A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673.
II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.

German (Pape)

[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².

Russian (Dvoretsky)

χοϊκός: [χοος II] состоящий из земли или праха (ἄνθρωπος NT).

Greek (Liddell-Scott)

χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.

English (Strong)

from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.

English (Thayer)

χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ [χοῦς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.

Greek Monotonic

χοϊκός: -ή, -όν (χοῦς Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το χώμα, σε Καινή Διαθήκη

Chinese

原文音譯:co?kÒj 何衣可士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:土的
字義溯源:屬土的,屬土,是屬土的,污穢的,世俗的,土作的;源自(χόος / χοῦς)=塵土),而 (χόος / χοῦς)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)又出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)
出現次數:總共(4);林前(4)
譯字彙編
1) 屬土的(2) 林前15:48; 林前15:48;
2) 屬土(1) 林前15:49;
3) 是屬土的(1) 林前15:47