ἐπίπολος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipolos
|Transliteration C=epipolos
|Beta Code=e)pi/polos
|Beta Code=e)pi/polos
|Definition=ὁ, = [[πρόσπολος]], [[companion]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1322</span> (lyr.).
|Definition=ὁ, = [[πρόσπολος]], [[companion]], S.''OT''1322 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπολος Medium diacritics: ἐπίπολος Low diacritics: επίπολος Capitals: ΕΠΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: epípolos Transliteration B: epipolos Transliteration C: epipolos Beta Code: e)pi/polos

English (LSJ)

ὁ, = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπολος:спутник, помощник (μόνιμος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπίπολος, ον πολέω = πρόσπολος,]
a companion, Soph.