ἐργολαβία: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ergolavia
|Transliteration C=ergolavia
|Beta Code=e)rgolabi/a
|Beta Code=e)rgolabi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contract for the execution of work]], πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] <span class="bibl">Isoc.5.25</span>: pl., <span class="title">Ath.Mitt.</span>51.29 (Samos), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[profitmaking]], ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι <span class="bibl">D.S.2.29</span>, cf. <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>23.20</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[contract for the execution of work]], πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25: pl., ''Ath.Mitt.''51.29 (Samos), Plu.''Cat.Ma.''19.<br><span class="bld">II</span> [[profitmaking]], ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.''Decl.''23.20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργολαβία Medium diacritics: ἐργολαβία Low diacritics: εργολαβία Capitals: ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ
Transliteration A: ergolabía Transliteration B: ergolabia Transliteration C: ergolavia Beta Code: e)rgolabi/a

English (LSJ)

ἡ,
A contract for the execution of work, πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25: pl., Ath.Mitt.51.29 (Samos), Plu.Cat.Ma.19.
II profitmaking, ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.Decl.23.20.

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
contrat pour l'exécution d'un travail.
Étymologie: ἐργολάβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐργολᾰβία:
1 принятие заказа: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;
2 заработок, доход (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργολᾰβία: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29.

Greek Monolingual

η (AM ἐργολαβία) εργολάβος
ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπήεργολαβία τροφοδοσίας στρατού»)
νεοελλ.
επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία
αρχ.
κερδοσκοπία.