ὀλιγάμπελος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligampelos | |Transliteration C=oligampelos | ||
|Beta Code=o)liga/mpelos | |Beta Code=o)liga/mpelos | ||
|Definition= | |Definition=ὀλιγάμπελον, [[scant of vines]], νῆσος ''AP'' 9.413 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀλιγάμπελον, scant of vines, νῆσος AP 9.413 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 319] mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a que peu de vignes.
Étymologie: ὀλίγος, ἄμπελος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγάμπελος: бедный виноградниками (νῆσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάμπελος: -ον, ὁ ὀλίγας ἔχων ἀμπέλους, Ἀνθ. Π. 9. 413.
Greek Monolingual
ὀλιγάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄμπελος.
Greek Monotonic
ὀλῐγάμπελος: -ον, αυτός που έχει λίγα αμπέλια, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀλῐγ-άμπελος, ον,
scant of vines, Anth.