ἱππομύρμηξ: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippomyrmiks | |Transliteration C=ippomyrmiks | ||
|Beta Code=*(ippomu/rmhc | |Beta Code=*(ippomu/rmhc | ||
|Definition=ηκος, ὁ, < | |Definition=ηκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[horse-ant]], dub. in Arist.''HA''606a5.<br><span class="bld">II</span> pl., [[ἱππομύρμηκες]] = [[cavalry of ants]], [[ant-cavalry]], Luc.''VH'' 1.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5.
II pl., ἱππομύρμηκες = cavalry of ants, ant-cavalry, Luc.VH 1.12.
German (Pape)
[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
cavalerie de fourmis.
Étymologie: ἵππος, μύρμηξ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππομύρμηξ: ηκος ὁ
1 гиппомирмек (крупная и крылатая разновидность муравьев, предполож. Formica herculeana) Arst.;
2 pl. Ἱππομύρμηκες Luc. гиппомирмеки (баснословное племя, ездившее верхом на муравьях).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.
Greek Monolingual
ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.
Greek Monotonic
ἱππομύρμηξ: ὁ, αλογομέρμηγκας· στον πληθ., ιππικό αποτελούμενο από μυρμήγκια, σε Λουκ.