μανότης: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=manotis | |Transliteration C=manotis | ||
|Beta Code=mano/ths | |Beta Code=mano/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]], < | |Definition=-ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]],<br><span class="bld">A</span> [[looseness of texture]], [[porousness]], [[σπληνός]], [[ὀστῶν]], Pl.''Ti.''72c, 86d; σαρκός [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129a22, cf. [[Theophrastus]] ''HP''1.5.4, al.<br><span class="bld">II</span> [[rarity]], [[separateness]], Pl.''Lg.''812d; τῶν φυτευομένων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.7.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ, opp. πυκνότης,
A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Theophrastus HP1.5.4, al.
II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr. CP 3.7.1.
German (Pape)
[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Gegensatz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.
Russian (Dvoretsky)
μᾱνότης: ητος ἡ
1 разреженность Plat.;
2 рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).
Greek Monotonic
μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.