γεγωνός: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gegonos
|Transliteration C=gegonos
|Beta Code=gegwno/s
|Beta Code=gegwno/s
|Definition=όν, Adj. (from part. [[γεγωνώς]], as [[ἀραρός]], [[όν]], from [[ἀραρώς]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[loud-sounding]], [[sonorous]], πέμπει γεγωνὰ… ἔπη <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>443</span>; ὄντα δ' ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνόν <span class="bibl">Antiph.196.2</span>; [[loud of voice]], ἀνήρ <span class="title">AP</span>7.428.15 (Mel.): in later Prose, φωνή <span class="bibl">D.H.8.56</span>, <span class="bibl">Ph.1.348</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 16</span>; λόγος <span class="bibl">Ph.1.95</span>, al.; οὐ λόγῳ γ. ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχήν <span class="bibl">Plot.5.1.6</span>: Comp. γεγωνότερος, κύκνων <span class="title">AP</span>9.92 (Antip. Thess.), cf. <span class="bibl">D.H.5.24</span>, <span class="bibl">Hld.10.32</span>; γ. φθέγγεσθαι <span class="bibl">Ath.14.622e</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[γεγωνός]] as neut., γ. μέλος <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.44</span>; γεγωνὸς ἀναβοᾶν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>1</span>; φθέγγεσθαι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>5.9</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Her.</span>2.2</span>; τὸ γ. τῆς ὀγκήσεως <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>21</span>: also masc. and fem. as adjective, γεγωνότος λόγου <span class="bibl">Ph.1.133</span>; <b class="b3">πλήξεις γεγωνυίας</b> [[resounding]] blows, ib. <span class="bibl">123</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adv. Comp. γεγωνότερον ἐκβοήσας <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>4.3.2</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>23</span>.</span>
|Definition=γεγωνόν, Adj. (from part. [[γεγωνώς]], as [[ἀραρός]], [[όν]], from [[ἀραρώς]])<br><span class="bld">A</span> [[loud-sounding]], [[sonorous]], πέμπει γεγωνὰ… ἔπη A.''Th.''443; ὄντα δ' ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνόν Antiph.196.2; [[loud of voice]], ἀνήρ ''AP''7.428.15 (Mel.): in later Prose, φωνή D.H.8.56, Ph.1.348, Corn.''ND'' 16; λόγος Ph.1.95, al.; οὐ λόγῳ γ. ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχήν Plot.5.1.6: Comp. γεγωνότερος, κύκνων ''AP''9.92 (Antip. Thess.), cf. D.H.5.24, Hld.10.32; γ. φθέγγεσθαι Ath.14.622e, etc.<br><span class="bld">2</span> [[γεγωνός]] as neut., γ. μέλος Ael.''VH''2.44; γεγωνὸς ἀναβοᾶν Luc.''Gall.''1; φθέγγεσθαι Philostr.''VA''5.9, cf. ''Her.''2.2; τὸ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.''ND''21: also masc. and fem. as adjective, γεγωνότος λόγου Ph.1.133; <b class="b3">πλήξεις γεγωνυίας</b> [[resounding]] blows, ib. 123.<br><span class="bld">3</span> Adv. Comp. γεγωνότερον ἐκβοήσας J.''AJ''4.3.2, cf. Porph.''Chr.''23.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεγωνός Medium diacritics: γεγωνός Low diacritics: γεγωνός Capitals: ΓΕΓΩΝΟΣ
Transliteration A: gegōnós Transliteration B: gegōnos Transliteration C: gegonos Beta Code: gegwno/s

English (LSJ)

γεγωνόν, Adj. (from part. γεγωνώς, as ἀραρός, όν, from ἀραρώς)
A loud-sounding, sonorous, πέμπει γεγωνὰ… ἔπη A.Th.443; ὄντα δ' ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνόν Antiph.196.2; loud of voice, ἀνήρ AP7.428.15 (Mel.): in later Prose, φωνή D.H.8.56, Ph.1.348, Corn.ND 16; λόγος Ph.1.95, al.; οὐ λόγῳ γ. ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχήν Plot.5.1.6: Comp. γεγωνότερος, κύκνων AP9.92 (Antip. Thess.), cf. D.H.5.24, Hld.10.32; γ. φθέγγεσθαι Ath.14.622e, etc.
2 γεγωνός as neut., γ. μέλος Ael.VH2.44; γεγωνὸς ἀναβοᾶν Luc.Gall.1; φθέγγεσθαι Philostr.VA5.9, cf. Her.2.2; τὸ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.ND21: also masc. and fem. as adjective, γεγωνότος λόγου Ph.1.133; πλήξεις γεγωνυίας resounding blows, ib. 123.
3 Adv. Comp. γεγωνότερον ἐκβοήσας J.AJ4.3.2, cf. Porph.Chr.23.

Spanish (DGE)

-όν
1 de pers. y anim. de voz sonora γ. ἀνήρ cantor, AP 7.428.15 (Mel.), (τέττιγες) πιόντες ἀείδειν κύκνων εἰσὶ γεγωνότεροι AP 9.92 (Antip.Thess.), γ. ἀναβοήσας ἐπήγειρας de un gallo, Luc.Gall.1.
2 de sonidos chillón, penetrante, elevado ἔπη A.Th.443, βοή Antiph.194.2, φωνή D.H.8.56, Ph.1.348, Corn.ND 16, Philostr.VA 5.9, λόγος Ph.1.95, D.H.5.24, Hld.10.32.3, λόγῳ γεγωνῷ con palabras sonoras, pronunciadas en alta voz Plot.5.1.6, μέλος Ael.VH 2.44
neutr. compar. como adv. γεγωνότερον δ' ἐφθέγγετο Ath.622e, γεγωνότερον ἐκβοήσας I.AI 4.40, cf. Porph.Chr.23
neutr. subst. τὸ γ. sonoridad, vibración διὰ τὸ ταραχῶδες καὶ γ. τῆς ὀγκήσεως Corn.ND 21, cf. γέγωνα.

German (Pape)

[Seite 477] όν (γέγωνα), laut gesprochen, vernehmlich, ἔπη Aesch. Spt. 425; βοή Antiphan. bei Ath. X, 450 f; ἀνήρ Mel. 123 (VII, 428), d. i. tonreich, ein Sänger. Auch compar., γεγωνότεροι κύκνων τέττιγες Ant. Th. 30 (IX, 92).

French (Bailly abrégé)

1ός, όν :
qui résonne d'un son clair, éclatant, sonore.
Étymologie: γεγωνώς.
2neutre du part. γεγωνώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεγωνός -όν γέγωνα luid, met krachtige stem.

Russian (Dvoretsky)

γεγωνός:
1 громогласный, громкий (ἔπη Aesch.);
2 голосистый (ἀνήρ, τέττιγες Anth.).
I part. n к γέγωνα.

Greek Monolingual

γεγωνός, -όν (Α)
1. εκείνος που ηχεί δυνατά, ο ηχηρός
2. (για πρόσ.) εκείνος που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ. παρακμ.) γεγωνώς του γέγωνα
χρησιμοποιούνταν ως επίθ., κυρίως στο ουδ.].

Greek Monotonic

γεγωνός: -όν, επίθ. (από το γεγωνώς, μτχ. του γέγωνα) αυτός που ακούγεται δυνατά, ηχηρός, σε Αισχύλ.· δυνατός, ηχηρός στη φωνή, σε Ανθ.· συγκρ. γεγωνότερος, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

γεγωνός: -όν, ἐπίθ. (ἐκ μετοχ. γεγωνώς, ὡς ἀραρός, όν, ἐκ τοῦ ἀραρὼς) μεγάλως ἠχῶν, ἠχηρός, ἐς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ… ἔπη Αἰσχύλ. Θήβ. 443· ὄντα δ᾿ ἄφωνα βοὴν ἵστησι γεγωνὰ Ἀντιφ. Σαπφ. 1. 2· ἠχηρὰν ἔχων φωνήν, ἀνὴρ Ἀνθ. Π. 7. 428· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 8. 56, κτλ.· ― συγκρ. γεγωνότερος Ἀνθ. ΙΙ. 9. 92, Διον. Ἁλ. 5. 24· γεγ. φθέγγεσθαι Ἀθήν. 662Ε, κτλ. 2) ὡσαύτως γεγωνὸς ὡς οὐδ. μετοχ., γ. μέλος Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· γεγωνὸς ἀναβοᾶν Λουκ. Ὀνείρ. 1, πρβλ. Φιλόστρ. 195.

Middle Liddell

[from γεγωνώς, part. of γέγωνα
loud-sounding, Aesch.: loud of voice, Anth.:—comp. γεγωνότερος, Aesch.

English (Woodhouse)

loud, shrill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)