ὠτακουστής: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠτᾰκουστής:''' οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut. | |elrutext='''ὠτᾰκουστής:''' οῦ ὁ [[подслушиватель]], [[шпион]] Arst., Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, listener, eavesdropper, of a person employed as a spy by tyrants, Arist.Pol.1313b14, Mu.398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui est aux écoutes, espion.
Étymologie: οὖς, ἀκούω.
German (Pape)
ὁ, Horcher, Lauscher, Kundschafter, Spion; Arist. Pol. 5.11; Pol. 16.37.1.
Russian (Dvoretsky)
ὠτᾰκουστής: οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, κατάσκοπος, οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.
Greek Monolingual
ο / ὠτακουστής, ΝΑ ὠτακουστῶ
άτομο που κρυφακούει
αρχ.
κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ (ἀκούω), αυτός που κρυφακούει, κατάσκοπος, σε Αριστ.