ἐπιπομπεύω: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipompeyo | |Transliteration C=epipompeyo | ||
|Beta Code=e)pipompeu/w | |Beta Code=e)pipompeu/w | ||
|Definition=[[triumph over]], ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς | |Definition=[[triumph over]], ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.''Caes.'' 56. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
triumph over, ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.Caes. 56.
German (Pape)
[Seite 972] worüber triumphiren, ταῖς πατρίδος συμφοραῖς Plut. Caes. 56.
French (Bailly abrégé)
triompher sur, triompher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, πομπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπομπεύω: досл. торжествовать, перен. злорадствовать (ταῖς συμφοραῖς τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπομπεύω: ἐμπομπεύω, πομπεύω ἐπί τινι, ταῖς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς οὐ καλῶς εἶχεν Πλουτ. Καῖσ. 56.
Greek Monolingual
ἐπιπομπεύω (Α) πομπεύω
τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπομπεύω: μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.