μύρτων: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύρτων]], ὁ (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[μύρτων]], ὁ (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> [[κισσών]], [[κοπρών]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:18, 8 May 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (μύρτον ΙΙ) nickname of a debauchee, Luc.Lex.12.
German (Pape)
[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
délicat, efféminé.
Étymologie: μύρτος.
Russian (Dvoretsky)
μύρτων: ωνος adj. m презр. изнеженный, томный (νεανίσκος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.
Greek Monolingual
μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσών, κοπρών)].