νιφόεις: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονισμένος]], [[χιονοσκεπής]] («νιφόεσσ' Αἴτνα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονόλευκος]] («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ( | |mltxt=νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονισμένος]], [[χιονοσκεπής]] («νιφόεσσ' Αἴτνα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονόλευκος]] («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[τροφόεις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:38, 8 May 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273. II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.
German (Pape)
εσσα, εν, schneeig, voll Schnee; ὄρος, Il. 13.754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14.227; Οὔλυμπος, 18.616, und sonst von hohen Bergen; Αἴτνα, Pind. I. 6.5; Παρνασσός, Soph. O.R. 473; σκόπελος, Ar. Nub. 274; κρυμός, Antiphil. 8 (VI.252).
Russian (Dvoretsky)
νῐφόεις: όεσσα, όεν покрытый снегом, весь в снегу (Οὔλυμπος Hom.; Παρνασός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epithet of mountains.
English (Slater)
νῐφόεις snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.
Greek Monolingual
νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφόεις)].
Greek Monotonic
νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
νῐφόεις, εσσα, εν νίφα
snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.