εὐρύπορος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evryporos
|Transliteration C=evryporos
|Beta Code=eu)ru/poros
|Beta Code=eu)ru/poros
|Definition=ον, [[with broad ways]], in Hom. always of the sea (as [[εὐρυόδεια]] of the earth), [[where all may roam at will]], μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο <span class="bibl">Il.15.381</span>, cf. <span class="bibl">Od.4.432</span>, <span class="bibl">12.2</span>, <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>108</span>.
|Definition=εὐρύπορον, [[with broad ways]], in Hom. always of the sea (as [[εὐρυόδεια]] of the earth), [[where all may roam at will]], μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. ''Pers.''108.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠ́πορος Medium diacritics: εὐρύπορος Low diacritics: ευρύπορος Capitals: ΕΥΡΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýporos Transliteration B: euryporos Transliteration C: evryporos Beta Code: eu)ru/poros

English (LSJ)

εὐρύπορον, with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers.108.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiten Pfaden, θάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann, Il. 15. 381 Od. 4, 432. 12, 2; Aesch. Pers. 108; sp. Ep. Vgl. εὐρυόδειος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large passage, vaste, immense.
Étymologie: εὐρύς, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύπορος: с широкими путями, обширный (θάλασσα Hom., Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύπορος: -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ εὐρυόδεια ἐπὶ τῆς γῆς), ἔνθα πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.

English (Autenrieth)

(πόρος): wide-traversed, epithet of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)

Greek Monolingual

εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)
(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.

Greek Monotonic

εὐρύπορος: -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη θάλασσα, όπου εκεί όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά βούληση, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐρύ-πορος, ον
with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.