διαπρέπεια: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaprepeia | |Transliteration C=diaprepeia | ||
|Beta Code=diapre/peia | |Beta Code=diapre/peia | ||
|Definition=ἡ, [[magnificence]], Aq. | |Definition=ἡ, [[magnificence]], Aq.''Ps.''28(29).2,al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, magnificence, Aq.Ps.28(29).2,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ grandeza Aq.Ps.28.2.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, die Pracht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπεια: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.
Translations
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia