ἁμίλλημα: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amillima
|Transliteration C=amillima
|Beta Code=a(mi/llhma
|Beta Code=a(mi/llhma
|Definition=ατος, τό, [[conflict]], [[struggle]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>493</span>; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος <span class="title">CIG</span> 5149b (Cyrene).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[conflict]], [[struggle]], S.''El.''493; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος ''CIG'' 5149b (Cyrene).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμίλλημα Medium diacritics: ἁμίλλημα Low diacritics: αμίλλημα Capitals: ΑΜΙΛΛΗΜΑ
Transliteration A: hamíllēma Transliteration B: hamillēma Transliteration C: amillima Beta Code: a(mi/llhma

English (LSJ)

-ατος, τό, conflict, struggle, S.El.493; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος CIG 5149b (Cyrene).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
afán ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.El.493
esfuerzo καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος Ἀντωνῖνος CIG 5149b (Cirene).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lutte passionnée (pour obtenir qqch.) ; désir.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.

German (Pape)

τό, ἁμιλλήματα γάμων, Kampf der Vermählung, Soph. El. 489 ch., euphem. für Beischlaf.

Russian (Dvoretsky)

ἁμίλλημα: ατος (ᾰμ) τό борьба: μιαιφόνων γάμων ἁμιλλήματα Soph. запятнанный кровью брак.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμίλλημα: -ατος, τό, ἀγών, Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. ἄλεκτρος. - καθ’ ἁμιλλάματα πρᾶτος Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.

Greek Monolingual

ἁμίλλημα, το (Α) ἁμιλλῶμαι
1. αγώνας, πάλη
2. γενετήσια μίξη, συνουσία.

Greek Monotonic

ἁμίλλημα: -ατος, τό, αγώνας, σύγκρουση, συμπλοκή, βλ. ἄλεκτρος.

Middle Liddell

ἁμιλλάομαι
a conflict, v. ἄλεκτρος.