ἀπελέκητος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apelekitos | |Transliteration C=apelekitos | ||
|Beta Code=a)pele/khtos | |Beta Code=a)pele/khtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπελέκητον, [[unhewn]], [[unwrought]], [[LXX]] ''3 Ki.''6.1, al.: metaph., [[φωνή]] Crantorap.D.L.4.27. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπελέκητον, unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
•fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀπελέκητον = sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.
German (Pape)
[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».