χρησμῳδός: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρησμῳδός:''' <b class="num">II</b> ὁ прорицатель Plat.<br />пророческий, вещий ([[παρθένος]] Soph.). | |elrutext='''χρησμῳδός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[прорицатель]] Plat.<br />пророческий, вещий ([[παρθένος]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 11 May 2023
English (LSJ)
όν, (ᾠδή) prop. A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epithet of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia). 2 oracular, φάτις S.Fr.573. II as substantive, soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδός: II ὁ прорицатель Plat.
пророческий, вещий (παρθένος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.
Spanish
Greek Monolingual
ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμνῳδός].
Middle Liddell
χρησμ-ῳδός, όν [ᾠδή]
I. chanting oracles, or delivering them in verse; generally prophesying, prophetic, χρ. παρθένος, of the Sphinx, Soph.
II. as substantive a soothsayer, oracle-monger, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χρησμός (τοῦ χράω) + ᾠδή τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ρήμ.: ᾄδω καί χράω -ῶ.
Léxico de magia
-όν que profetiza, que vaticina de un demon νῦν μοι ἐλθεῖν ἀνάγκασον φίλον δαίμονα χρησμῳδόν ahora obliga a venir a mí, como amigo, a un demon que profetice P II 54 del Acéfalo σὺ εἶ ὁ χρησμῳδὸς θεός tú eres el dios que profetiza P VIII 101