υπάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. [[ἐπάργυρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. ἐπάργυρος)].