σύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[αγριόχοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἵππ</i>-<i>αγρος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(για κυνηγετικό [[σκύλο]]) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]]), [[πρβλ]]. [[θήραγρος]], [[μύαγρος]]].<br /> <b>(III)</b><br />ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α [[Σύαγρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της χουρμαδιάς, [[χουρμάς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[αγριόχοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]]), [[πρβλ]]. [[ἵππαγρος]]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(για κυνηγετικό [[σκύλο]]) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]]), [[πρβλ]]. [[θήραγρος]], [[μύαγρος]]].<br /> <b>(III)</b><br />ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α [[Σύαγρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της χουρμαδιάς, [[χουρμάς]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγρος Medium diacritics: σύαγρος Low diacritics: σύαγρος Capitals: ΣΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: sýagros Transliteration B: syagros Transliteration C: syagros Beta Code: su/agros

English (LSJ)

ὁ, name of a dog, S.Fr.154. II = σῦς ἄγριος or σῦς ἀγρία, wild boar or wild sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358. III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia). 2 a kind of date, Plin.HN13.42.

German (Pape)

[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.

Russian (Dvoretsky)

σύαγρος:охотник на кабанов Soph.

Greek (Liddell-Scott)

σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππαγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήραγρος, μύαγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.