πολύϊχθυς: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyichthys
|Transliteration C=polyichthys
|Beta Code=polu/i+xqus
|Beta Code=polu/i+xqus
|Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός <span class="bibl">Str.3.3.1</span>:—also πολυ-ΐχθῠος, ον, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>417</span>.
|Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός Str.3.3.1:—also [[πολυΐχθυος]], ον, ''h.Ap.''417.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, <i>-ον</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, <i>-ον</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊχθυς Medium diacritics: πολύϊχθυς Low diacritics: πολύϊχθυς Capitals: ΠΟΛΥΪΧΘΥΣ
Transliteration A: polýïchthys Transliteration B: poluichthys Transliteration C: polyichthys Beta Code: polu/i+xqus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυΐχθυος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.