πολυγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠγάλακτος
|Full diacritics=πολῠγᾰ́λακτος
|Medium diacritics=πολυγάλακτος
|Medium diacritics=πολυγάλακτος
|Low diacritics=πολυγάλακτος
|Low diacritics=πολυγάλακτος
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] [[mit vieler Milch]], [[milchreich]]; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (''[[sc.]]'' οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. [[πουλυγάλακτος]] 2 (γᾰ) [[имеющий много молока]], [[набухший молоком]] (''[[sc.]]'' οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:22, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγᾰ́λακτος Medium diacritics: πολυγάλακτος Low diacritics: πολυγάλακτος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: polygálaktos Transliteration B: polygalaktos Transliteration C: polygalaktos Beta Code: poluga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον, with much milk, Arist.PA688b3: poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη AP9.224. (Crin.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au lait abondant.
Étymologie: πολύς, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

πολυγάλακτος: ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; αἴξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυγάλακτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ γάλα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 37· ποιητ. ὑπερθ. πολυγαλακτοτάτη Ἀνθ. Π. 9. 224.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυγάλακτος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα
2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ομογάλακτος].

Greek Monotonic

πολυγάλακτος: -ον, αυτός που έχει πολύ γάλα· ποιητ. υπερθ. πουλυγαλακτοτάτη, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-γάλακτος, ον,
with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.