πηγυλίς: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> η [[πάχνη]]<br /><b>2.</b> ο [[πάγος]], ο [[παγετός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «νὺξ [[πηγυλίς]]» — [[νύχτα]] γεμάτη [[παγωνιά]], [[νύχτα]] πολύ [[κρύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλίς</i> ( | |mltxt=-[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> η [[πάχνη]]<br /><b>2.</b> ο [[πάγος]], ο [[παγετός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «νὺξ [[πηγυλίς]]» — [[νύχτα]] γεμάτη [[παγωνιά]], [[νύχτα]] πολύ [[κρύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλίς</i> ([[πρβλ]]. [[πιδυλίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737. II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.
Russian (Dvoretsky)
πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).
English (Autenrieth)
ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδυλίς)].
Greek Monotonic
πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.
Middle Liddell
πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.