συνόδους: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synodous | |Transliteration C=synodous | ||
|Beta Code=suno/dous | |Beta Code=suno/dous | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, < | |Definition=οντος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with teeth opposing]], [[rather than notching into]], [[one another]], opp. [[καρχαρόδους]] ([[quod vide|q.v.]]), <b class="b3">τὰ συνόδοντα</b> [[animals with such teeth]], Arist.''HA''595a9.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[συνόδοντες]], [[οἱ]] (sg. ἡ, Numen. ap. Ath.7.322b), a kind of [[sea-bream]], prob. [[Dentex vulgaris]], Epich.69, Anaxandr.41.51 (anap.), Archestr.''Fr.''17, Opp.''H.''1.170: sg. nom. συνόδων Antiph.132.3 (anap.), Philox.2.15; but συνόδους Sch.Opp.''H.''3.186, Artem.2.14. Cf. [[σινόδους]], [[συνώδοντα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A with teeth opposing, rather than notching into, one another, opp. καρχαρόδους (q.v.), τὰ συνόδοντα animals with such teeth, Arist.HA595a9.
II Subst. συνόδοντες, οἱ (sg. ἡ, Numen. ap. Ath.7.322b), a kind of sea-bream, prob. Dentex vulgaris, Epich.69, Anaxandr.41.51 (anap.), Archestr.Fr.17, Opp.H.1.170: sg. nom. συνόδων Antiph.132.3 (anap.), Philox.2.15; but συνόδους Sch.Opp.H.3.186, Artem.2.14. Cf. σινόδους, συνώδοντα.
German (Pape)
[Seite 1028] οντος, ὁ, ἡ, mit zusammenhangenden, unter einander verbundenen Zähnen, die oben platt sind, wie die Backenzähne, Arist. H. A. 8, 2, Gegensatz καρχαρόδους. – Als subst. ὁ, auch ἡ, eine Fischart, die solche Zähne hat, lat. dentex; auch σινόδους geschrieben, Ath. VII, 322 b; Artemid. 2, 14.
Russian (Dvoretsky)
συνόδους: όδοντος adj. со слитными зубами, сростнозубый (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας συνεχεῖς, πυκνοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους συνημμένους, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καρχαρόδους (ὃ ἴδε), τὰ συνόδοντα, ζῷα ἔχοντα τοιούτους ὀδόντας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. συνόδοντες, οἱ (καὶ αἱ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 322Β), ἰχθύες ἔχοντες τοιούτους ὀδόντας, Λατ. dentices, Ἐπίχ. 47 Abr., Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 50, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἑνικ. ὀνομ. συνόδων ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφ. ἐν «Κύκλωπι» 1. 3, Φιλοξ. 2. 15. Πρβλ. σινόδους, συνώδοντα. ― Περὶ συνοδόντων ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 101, 102, κλπ.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους όταν κλείνει το στόμα
2. ονομασία ψαριού με πλατιά και πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -όδους (< ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. προόδους)].