ὀδαξησμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odaksismos
|Transliteration C=odaksismos
|Beta Code=o)dachsmo/s
|Beta Code=o)dachsmo/s
|Definition=ὁ, = [[ὀδαγμός]] ([[itching]], [[irritation]]), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt [[ὀδαξισμός]]), also [[ἀδαξησμός]] Erot.<i>Fr</i>.30.
|Definition=ὁ, = [[ὀδαγμός]] ([[itching]], [[irritation]]), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt [[ὀδαξισμός]]), also [[ἀδαξησμός]] Erot.''Fr''.30.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξησμός Medium diacritics: ὀδαξησμός Low diacritics: οδαξησμός Capitals: ΟΔΑΞΗΣΜΟΣ
Transliteration A: odaxēsmós Transliteration B: odaxēsmos Transliteration C: odaksismos Beta Code: o)dachsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ὀδαγμός (itching, irritation), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός), also ἀδαξησμός Erot.Fr.30.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ irritación, picazón.

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀδαξησμός: v.l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγησμός)].