μόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monippos
|Transliteration C=monippos
|Beta Code=mo/nippos
|Beta Code=mo/nippos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[single horse]], [[riding-horse]], opp. chariot-horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 6.4.1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>834c</span>, <span class="title">GDI</span>4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>259. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adjective, μ. ἱππεῖς <span class="bibl">Poll.1.141</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[single horse]], [[riding-horse]], opp. chariot-horse, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 6.4.1, Pl.''Lg.''834c, ''GDI''4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.''Fr.''259.<br><span class="bld">II</span> as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνιππος Medium diacritics: μόνιππος Low diacritics: μόνιππος Capitals: ΜΟΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: mónippos Transliteration B: monippos Transliteration C: monippos Beta Code: mo/nippos

English (LSJ)

ὁ,
A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259.
II as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.

German (Pape)

[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

μόνιππος: ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκιππος)].

Greek Monotonic

μόνιππος: -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο, ιππέας, καβαλάρης, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

μόν-ιππος, ον
one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.