ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "Catalan: despentinat, escabellat;" to "Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktenistos
|Transliteration C=aktenistos
|Beta Code=a)kte/nistos
|Beta Code=a)kte/nistos
|Definition=ον, [[uncombed]], κόμη <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1261</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.1.60</span>.
|Definition=ἀκτένιστον, [[uncombed]], κόμη S.''OC''1261, Sch.A.R.1.60.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ἀκτένιστον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

German (Pape)

κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.

Translations

uncombed

Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado