ἀμετάδοτος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "τινός" to "τινός") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametadotos | |Transliteration C=ametadotos | ||
|Beta Code=a)meta/dotos | |Beta Code=a)meta/dotos | ||
|Definition=ἀμετάδοτον,<br><span class="bld">A</span> [[not imparting]], [[sharing]], | |Definition=ἀμετάδοτον,<br><span class="bld">A</span> [[not imparting]], [[sharing]], τινός Sch.E.''Hipp.''145: abs., [[niggardly]], [[βίος]] Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. [[κοινωνητικός|κοινωνητικοί]], Epict.''Sent.''6. Adv. [[ἀμεταδότως]], [[ζῆν]] = [[live]] [[without giving to any one]], Plu.2.525d.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[not imparted]], [[secret]], [[ὑφήγησις]] Vett.Val.331.6, cf.''PMag.Par.''1.256. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:38, 15 December 2023
English (LSJ)
ἀμετάδοτον,
A not imparting, sharing, τινός Sch.E.Hipp.145: abs., niggardly, βίος Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. κοινωνητικοί, Epict.Sent.6. Adv. ἀμεταδότως, ζῆν = live without giving to any one, Plu.2.525d.
II Pass., not imparted, secret, ὑφήγησις Vett.Val.331.6, cf.PMag.Par.1.256.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no participado, secreto, ἀπόρρητος ἀμετάδοτος ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία PMag.4.256
•de lo que no se ha dado parte, no público δημοσίωσις SB 7634.40 (III a.C.).
2 no participable, no comunicable ἀμετάδοτος γὰρ ἡ δόξα τοῦ Παντοκράτορος = pues la gloria del Omnipotente no es comunicable Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.
3 que no participa ἀθύτων πελάνων Sch.E.Hipp.145
•abs. tacaño βίος Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.Sent.6.
II adv. ἀμεταδότως = sin hacer partícipe de nada, sin dar nada ζῆν Plu.2.525c.
German (Pape)
[Seite 122] nicht mittheilend, Plut. cup. div. 5, im adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάδοτος: -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ μεταδίδω τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάδοτος, -ον)
αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί
νεοελλ.
(ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός
μσν.
1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος
2. αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, αμετάλαβος
αρχ.
1. αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, ακοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταδίδωμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀμεταδοσία.