ὑφήγησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A leading, guidance, Hp.Nat.Puer.18, OGI267.13 (Pergam., iii B. C.), SIG827 iii 4 (Delph., ii A. D.); ὑ. ὁδοῦ Poll.3.95; κατὰ τὴν ὑφήγησιν τινός D.18.151, cf. Arist.Rh.Al.1420b25, Plb.10.27.3; γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν by the guiding pattern of lines, Pl. Prt.326d; sketch, outline of a subject, Gal.Libr.Propr.Praef.(pl.).
II direction, Onos.Praef.3 (pl.), Iamb.VP21.96:—in Paus.7.24.8 ὑπήχησις is prob. cj.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de guider ; direction, indication, avis, conseil.
Étymologie: ὑφηγέομαι.
German (Pape)
ἡ, Anführung, Anleitung, κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν Plat. Prot. 326e, Unterricht.
Russian (Dvoretsky)
ὑφήγησις: εως ἡ руководство, наставление, указание Dem., Polyb.: γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν Plat. писать по линейке (контурной сетке).
Greek (Liddell-Scott)
ὑφήγησις: -εως, ἡ, τὸ ὑφηγεῖσθαι, ὁδηγεῖν, ὁδηγία, Ἱππ. 239. 12· ὑφ. ὁδοῦ Πολυδ. Γ΄, 95· κατὰ τὴν ὑφήγησιν τὴν τούτου, κατὰ τὴν ὁδηγίαν τούτου, Δημ. 277. 19, πρβλ. Πολύβ. 10. 27, 3· γράφειν κατὰ τὴν ὑφ. τῶν γραμμῶν, κατὰ τὸν ὁδηγοῦντα τύπον τῶν γραμμῶν, Λατ. ad ductum literarum, Πλάτ. Πρωτ. 326D· περιγραφή, σχέδιον ὑποθέσεως, Γαλην. 19. 11. ΙΙ. ὁδηγία, ὁδηγίαι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 95· ― ἐν Παυσ. 7. 24, 8, ὁ Kuhn προτείνει ὑπήχησις.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὑφηγοῦμαι
1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῖται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.)
2. διδασκαλία
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. σύντομη περιγραφή θέματος
5. αφήγηση.
Greek Monotonic
ὑφήγησις: -εως, ἡ, καθοδήγηση, οδηγία, νουθεσία, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑφήγησις, εως, [from ὑφηγέομαι
a guiding, guidance, Dem.