παντέλειος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panteleios | |Transliteration C=panteleios | ||
|Beta Code=pante/leios | |Beta Code=pante/leios | ||
|Definition=παντέλειον, later form of [[παντελής]], [[in pure perfection]], νοῦς [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 53 codd., Porph.''Sent.''22; σοφία Hierocl. ''in CA''1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.''Inst.''64; <b class="b3">παντέλειος ἀριθμός</b> (i.e. ten) Ph.''Fr.''72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; <b class="b3">τὰ π.</b> [[the consummation]] (i.e. the [[chief]] [[day]]) of the [[Thesmophoria]] at [[Syracuse]], Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. [[παντελείως]] Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαρτί]]. | |Definition=παντέλειον, later form of [[παντελής]], [[in pure perfection]], νοῦς [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 53 codd., Porph.''Sent.''22; σοφία Hierocl. ''in CA''1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.''Inst.''64; <b class="b3">παντέλειος ἀριθμός</b> (i.e. ten) Ph.''Fr.''72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; <b class="b3">τὰ π.</b> [[the consummation]] (i.e. the [[chief]] [[day]]) of the [[Thesmophoria]] at [[Syracuse]], Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. [[παντελείως]] Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαρτί]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 2 November 2024
English (LSJ)
παντέλειον, later form of παντελής, in pure perfection, νοῦς Thphr. Fragmenta 53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; παντέλειος ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i.e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. παντελείως Erot. s.v. ἀπαρτί.
German (Pape)
[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερτέλειος)].