ὀξυδερκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyderkis
|Transliteration C=oksyderkis
|Beta Code=o)cuderkh/s
|Beta Code=o)cuderkh/s
|Definition=ὀξυδερκές,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sighted]], [[quick-sighted]], Luc.''Tim.''25, al.: Comp. ὀξυδερκέστερος Id.''Vit.Auct.''26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.''in Top.''262.10: Sup. ὀξυδερκέστατος Hdt.2.68, Arist.''Mir.''834b28. Adv. [[ὀξυδερκῶς]] Ph.1.590: Comp. ὀξυδερκέστερον ib.229.<br><span class="bld">II</span> Act., [[promoting quickness of sight]], ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.
|Definition=ὀξυδερκές,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sighted]], [[quick-sighted]], Luc.''Tim.''25, al.: Comp. ὀξυδερκέστερος Id.''Vit.Auct.''26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.''in Top.''262.10: Sup. ὀξυδερκέστατος [[Herodotus|Hdt.]]2.68, Arist.''Mir.''834b28. Adv. [[ὀξυδερκῶς]] Ph.1.590: Comp. ὀξυδερκέστερον ib.229.<br><span class="bld">II</span> Act., [[promoting quickness of sight]], ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυδερκής Medium diacritics: ὀξυδερκής Low diacritics: οξυδερκής Capitals: ΟΞΥΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: oxyderkḗs Transliteration B: oxyderkēs Transliteration C: oksyderkis Beta Code: o)cuderkh/s

English (LSJ)

ὀξυδερκές,
A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al.: Comp. ὀξυδερκέστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10: Sup. ὀξυδερκέστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. ὀξυδερκῶς Ph.1.590: Comp. ὀξυδερκέστερον ib.229.
II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.

German (Pape)

[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠδερκής: обладающий острым зрением, зоркий Her., Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυδερκής].

Greek Monotonic

ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

ὀξῠ-δερκής, ές δέρκομαι
quick-sighted, Hdt., Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.